- μπελαντόνα
- η(λ. ιταλ.), είδος φυτού από το οποίο παράγεται μια καταπραϋντική ουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπελαντόνα — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι άτροπος η μπελαντόνα. Έχει ριζικό σύστημα ριζωματώδες, βλαστό διακλαδιζόμενο, ύψους 1 μ., με φύλλα ωοειδή, ακέραια, οξύληκτα, έμμισχα, διατεταγμένα ανά… … Dictionary of Greek
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
ευθάλεια — η (ΑΜ εὐθάλεια) [ευθαλής] νεοελλ. το φυτό άτροπος, μπελαντόνα (μσν. αρχ.) το άνθος, η ακμή («εὐδαιμονίας εὐθάλεια») … Dictionary of Greek
ευθαλειούχος — ο (για φάρμακο) αυτός που περιέχει ευθάλεια, μπελαντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάλεια + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, κεφαλαι ούχος] … Dictionary of Greek
σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… … Dictionary of Greek
υοσκυαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που απαντά στα περισσότερα είδη τών φυτών τής οικογένειας σολανίδες και ιδίως στην μπελαντόνα και στον υοσκύαμο και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. hyoscyamin <… … Dictionary of Greek
ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek